- χρονιάζω
- χρόνιασα, γίνομαι ενός έτους, συμπληρώνω το πρώτο έτος: Χρόνιασε ο μακαρίτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χρονιάζω — Ν (αμτβ.) 1. συμπληρώνω ένα έτος («χρόνιασε η γιαγιά» συμπληρώθηκε ένας χρόνος από τον θάνατο τής γιαγιάς) 2. γίνομαι ενός έτους («χρόνιασε το μωρό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνια, ετερκλ. πληθ. τού χρόνος*] … Dictionary of Greek
χρόνιασμα — το, Ν [χρονιάζω] το αποτέλεσμα τού χρονιάζω, η συμπλήρωση, η παρέλευση ενός έτους … Dictionary of Greek
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek
χρονίζω — χρόνισα 1. χρονιάζω, γίνομαι ενός έτους. 2. χρονοτριβώ, βραδύνω, καθυστερώ: Χρονίζουν οι προαγωγές. 3. για τις ασθένειες, γίνομαι χρόνιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)